δυστροφικός

δυστροφικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με τη δυστροφία
2. αυτός που προκαλεί δυστροφία
3. ως ουσ. αυτός που πάσχει από δυστροφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”